- ἀπατήνωρ
- ἀπᾰτ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ([etym.] ἀνήρ)A beguiling men,
τέχνη Tryph.137
.II epith. of Dionysus, Call.Fr.36P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Tryph.137
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπατήνωρ — beguiling men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήνορα — ἀπατήνωρ beguiling men masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήνορι — ἀπατήνωρ beguiling men masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήνορος — ἀπατήνωρ beguiling men masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek